- τυμπανίτης
- ὁ, Ατυμπανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυμπανίτης — τυμπανί̱της , τυμπανίτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
timpanitis — (Del lat. tympanum < gr. tympanon, pandero + gr. itis, inflamación.) ► sustantivo femenino MEDICINA Acumulación de gases en el vientre u otras partes del cuerpo, que produce hinchazón. IRREG. plural timpanitis SINÓNIMO [timpanismo] * * *… … Enciclopedia Universal
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
τυμπανιτικός — ή, όν, Α [τυμπανίτης] (για πρόσ.) ο υδρωπικός … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
τυμπανίταις — τυμπανί̱ταις , τυμπανίτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίτην — τυμπανί̱την , τυμπανίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίτου — τυμπανί̱του , τυμπανίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
timpanitis — (Del lat. tympanītes, y este del gr. τυμπανίτης). f. Med. Hinchazón de alguna cavidad del cuerpo producida por gases, y en especial, abultamiento del vientre, que por acumulación de gases en el conducto intestinal o en el peritoneo, se pone tenso … Diccionario de la lengua española